σχολιανός

σχολιανός
η , ό праздничный;

σχολιανά ρούχα — праздничная одежда;

§ τοΰψολα τα σχολιανά του — я ему дал нахлобучку


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σχολιανός" в других словарях:

  • σχολιανός — σχολιανός, ή, ό και σκολιανός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη σκόλη, γιορτάσιμος: Έβαλε τα σχολιανά του ρούχα. 2. φρ., «Άκουσε τα σκολιανά του», επικρίθηκε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολιανός — και σκολιανός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχόλη, στη γιορτή («σχολιανά κεράσματα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σχολιανά τα γιορτινά ενδύματα 3. φρ. α) «ακούω τα σχολιανά μου» γίνομαι αντικείμενο αυστηρής επίκρισης, μέ… …   Dictionary of Greek

  • σκολιανός — ή, ό, Ν βλ. σχολιανός …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»